Πέμπτη 4 Απριλίου 2019

ΕΝΑ ΝΕΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΟΥ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ


A NEW TEXT OF MY
THE FATHER
Red-yellow-white royal buds in the glass
People tired Heroes of wages in the conspiracy of cities in the fires of the world hunted years, shapes in an immense ocean
Strange city Love reigns and governs
But the tired people full of cracks
they endure the silences, the frustrations, the doubts, the words, the glances
The Father died a month ago Tired he left a hard cold dusk
He always loved the big trees Silent, lonely, loved the light of Dawn
His eyes always asked for light He dusted the colors
hours sinking greedy and spoke with his soul
Memories of the daily trips of his past life
Sometimes he was lost in his own maze desperate
Sometimes he laughs triumphantly with happy multicolored people on fairy streets
The father was a gentle giant he could lift up his own
you think the whole land
It looked invisible, abominable in that unknown hidden world
He was sung in shadows and freed on faces of time
A handful of mud the man ... it was monoling and the poor always touched the soil and the rain
A handful of mud all over the man
he monologue ............ ..
His years were years of hunger and thirst
He always fell asleep in the fields those nights that separated his sleep from responsibility and worry
No one has endured those gray years, not a sweet talk of foreign lips His air burned the face in the body and lost sight slowly
Child was when a blast by an improvisation gas stove
which his mother used to cook his burned eyes
But she still did not see so clearly but he saw our tears, our smile and the colors that began to lose their brilliance in his own eyes maybe that's why throughout his life he loved so much light and colors
With his ally the fingers of his hands
He taught us to embrace to give pieces of our heart
Sixty years of working under the Sun hardened his children to grow up ......
Strange city Love reigns and governs
And the great strange city for my father Vasil was his village
He always said that nothing was missing, nothing more than he had in the village, nothing more than the city
The best lights and the brightest are my own stars and not the city the yellow dull lights said
There in the stars who knew them all by their name as an old sailor had written in a separate star down his name and the name of the small village of “ little bride”
The Satisfied State never enamored nor its tall houses and the overburden of material things that whip the soul
How to win the freedom and how to separate it protested ... ......
Here I am happy with the people I learned about living and dying around
As I was going to my village in altered streets and the houses of the village with my thousand windows were born to the soul
hopes
Oh! that it was left of your own passage Father was how I will find you again in the hearts of your own people that so much you proudly learned

ΕΝΑ ΝΕΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΟΥ
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ
Κόκκινα –κίτρινα –λευκά ρόδων μπουμπουκάκια στο ποτήρι
Άνθρωποι κουρασμένοι Ήρωες του μεροκάματου στην συνομωσία των πόλεων στις φωτιές του κόσμου
Κυνηγημένα χρόνια ,σχήματα σε έναν απέραντο ωκεανό
Παράξενη πόλη η Αγάπη Βασιλεύει και κυβερνά
Μα οι κουρασμένοι άνθρωποι γεμάτοι ρωγμές υπομένουν τις σιωπές ,τις ματαιώσεις ,τις αμφιβολίες ,τα λόγια ,τις ματιές
Ο Πατέρας πέθανε πριν ένα μήνα Κουρασμένος έφυγε ένα σκληρό κρύο σούρουπο
Πάντα αγαπούσε τα μεγάλα δένδρα Αμίλητος μοναχικός αγαπούσε το φως της Αυγής
Τα μάτια του ζητούσαν πάντα το φως Λάτρευε τα χρώματα
Ώρες βυθιζόταν άπληστα και μιλούσε με την ψυχή του
Αναμνήσεις από τα καθημερινά ταξίδια της περασμένης ζωης του
Κάποιες φορές χανόταν στον δικό του λαβύρινθο απεγνωσμένος
Άλλοτε πάλι γελούσε θριαμβευτικά στολισμένος με χαρούμενους πολύχρωμους ανθρώπους σε δρόμους παραμυθένιους
Ο πατέρας ένας λεπτοκαμωμένος γίγαντας που μπορούσε να σηκώσει μονάχος του θαρρείς την γη ολάκερη
Έμοιαζε αόρατος, απόκοσμος σε εκείνον τον άγνωστο κρυφό του κόσμο
Βούλιαζε σε σκιές και ελευθερωνόταν σε πρόσωπα του χρόνου
Μια χούφτα λάσπη ο άνθρωπος ….μονολογούσε και οι φτωχοί πάντα ακουμπούν στο χώμα και την βροχή
Μια χούφτα λάσπη όλο και όλο ο άνθρωπος μονολογούσε…………..
Τα χρόνια του ήταν χρόνια της πείνας και της δίψας
Πάντα αποκοιμιόταν στα χωράφια εκείνες τις νύχτες που χώριζε τον ύπνο του η ευθύνη και η έγνοια
Καμιά θαλπωρή εκείνα τα γκρίζα χρόνια ,ούτε μια γλυκιά κουβέντα από χείλη ξένα
Ο αέρας του έκαιγε το πρόσωπο τα χέρια το κορμί και η όραση του χανόταν σιγά-σιγά
Παιδί ήταν όταν μια έκρηξη από ένα αυτοσχέδιο γκαζάκι που χρησιμοποιούσε η μητέρα του για να μαγειρεύει του έκαψε τα μάτια
Όμως έβλεπε ακόμα όχι τόσο καθαρά μα έβλεπε τα δάκρυα μας το χαμόγελο μας και τα χρώματα που άρχισαν να χάνουν την λαμπρότητα τους στα δικά του μάτια ίσως για αυτό σε όλη την ζωή του αγαπούσε τόσο πολύ το φως και τα χρώματα
Με σύμμαχο του τα δάχτυλα των χεριών του μας έμαθε να αγκαλιάζουμε να δίνουμε κομμάτια από την καρδιά μας
Εξήντα χρόνια δούλευε κάτω από τον Ήλιο σκληρά να μεγαλώσει τα παιδιά του ……
Παράξενη πόλη η Αγάπη Βασιλεύει και κυβερνά
Και η μεγάλη παράξενη πόλη για τον κυ-Βασίλη ήταν το χωριό του
Πάντα έλεγε ότι τίποτε δεν του λείπει ,τίποτε δεν χρειάζεται περισσότερο από αυτά που έχει στο χωριό, τίποτε παραπάνω δεν εχει η πόλη
Τα καλύτερα φώτα και τα πιο λαμπερά είναι τα δικά μου αστέρια και όχι της πόλης τα κίτρινα θαμπά φώτα έλεγε
Εκεί στα αστέρια που τα ήξερε όλα με το όνομα τους σαν παλιός ναυτικός είχε γράψει σε ένα ξεχωριστό αστέρι κατάδικο του και το όνομα του μικρού χωριού του ΝΥΦΟΥΛΑ
Την χορτασμένη Πολιτεία ποτέ δεν ζήλεψε ούτε τα ψηλά της σπίτια και τον συνωστισμό των υλικών πραγμάτων που μαστιγώνουν την ψυχή
Πώς να κερδίσω την ελευθερία και πώς να την χωριστώ διαμαρτυρόταν...…….
Εδώ είμαι ευτυχισμένος με τους ανθρώπους που κοντά τους έμαθα να ζω και αν πεθαίνω
Καθώς γυρνούσα στο χωριό μου μέσα σε αλλαγμένους δρόμους και τα σπίτια του χωριού με τα χίλια παράθυρα μου γεννήθηκαν στην ψυχή ελπίδες
Ω! ότι απέμεινε από το δικό σου πέρασμα Πατέρα ήταν πώς θα σε βρω και πάλι στις καρδιές των δικών σου ανθρώπων που τόσα πολλά με υπερηφάνεια τους έμαθες

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου